- πηλουσιακός
- -ή, -ό / πηλουσιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Πηλούσιον]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πηλούσιο, στο αρχαίο φρούριο Άβαρις, το οποίο είχαν ιδρύσει οι Ιξώς στον ανατολικό βραχίονα τού Νείλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PELUSIUM — oppid. in extrema Aegypti ora, quae Casiotidi contermina est, a quo et extremum Nili ostium, coeteris Orientalius, quô Aegyptus ab Asia terminatur, Pelusium, seu Pelusiacum vocatur. Nunc Carabes Tyrio, Lucan. l. 8. v. 466. In vada decurrit… … Hofmann J. Lexicon universale
Πηλούσιον — Πόλη της Αιγύπτου κοντά στην παλαιά εκβολή του Νείλου, που γι’ αυτό ο ανατολικός βραχίονάς του ονομάζεται Πηλουσιακός. Η θέση της ήταν τέτοια ώστε έγινε αιτία πολλών στρατιωτικών συγκρούσεων. Το 2000 π.Χ. την κατέλαβαν οι Υξώς, που την οχύρωσαν… … Dictionary of Greek